- γενειόλης
- γενει-όλης, ου, ὁ,A = γενειάτης, Hdn.Gr. 2.638.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γενειόλης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειόλου — γενειόλης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειόλα — γενειόλᾱ , γενειόλης masc nom/voc/acc dual γενειόλης masc voc sg γενειόλᾱ , γενειόλης masc gen sg (doric aeolic) γενειόλης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενειόλας — γενειόλᾱς , γενειόλης masc acc pl γενειόλᾱς , γενειόλης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)